Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2009

ΤΑ ΣΟΝΝΈΤΑ ΤΗΣ ΚΥΡΊΑΣ ΡΩΡΕΡΚΑΡ

ΤΑ ΣΟΝΈΤΤΑ ΤΗΣ ΚΥΡΊΑΣ ΡΩΡΕΡΚΆΡ






Μη μου παινεύετε την ποίησή μου.
Το μάτι παίνεσε ποτέ του δάκρυ;
Κύμα εξύμνησε θαλάσσης μάκρη
και τη λευκότητα τ’ άνθος του κρίνου;

Πότε ορχήστρα ύμνησε όργανά της;
Ή μήπως είδατε μες στη ζωή σας
να πλέκει εγκώμιο το ψητό της κνίσας
ή απ’ τον Αίολο να παινιέται ο μπάτης;

Το χέρι μου η ψυχή μου αν προστάζει
και ποιημάτων γράφει αυτό σωρεία,
μα την ψυχή μου την εξουσιάζει
η Χάρη κι η Αγνότη σας, κυρία.

Κυρία, αν ό,τι γράφω σας αρέσει
εσάς ο εαυτός σας ας παινέσει.








Τι περιμένεις για να 'ρθεις κοντά μου;
Τι άλλο αν σου 'λεγα γλυκιά μου ωραία
θα είχα την εξαίσια σου παρέα;
Τρέμοντας σε καλούν τα ποιήματά μου.

Τρελά ποθώντας σε στέκω εδώ χάμου.
Στων δυο ματιών σου καίγομαι τη θέα.
Κάθε που θέλει φέξει ημέρα νέα
και πιο βαθιά πληγώνεις την καρδιά μου.

Τι καρτερείς κοντά μου για να έρθεις;
Στραβό τι κάνω κι είσαι αλάργα ακόμα:
Τα βήματά μου δες-δεν είναι μέθης;

Και ξέρεις πως δεν πίνω άλλο πιόμα
παρά, κοντά μου κάποτε που εβρέθης
τα λόγια που 'βγαν απ' το θείο σου στόμα.

Αφού διαλέξατε να με σκοτώστε
το χάδι σας για με κρατώντας ξένο,
ιδού κυρία! στο χαμό πηγαίνω-
πια ό,τι αν κάνατε δε θα με σώστε.

Μόνο, αν θανάτου επιλογή μού δώστε
θα διάλεγα να πάψω ν' ανασαίνω
απ' το χεράκι σας το αγαπημένο:
Ναι! Θα ’θελα κυρία να το απλώστε

και μύτη να μου φράξετε και στόμα.
Κι ως μαύρο όλα θα παίρνουν γύρω χρώμα
την πυρκαγιά που μου !χετε αναμμένη
θα τήνε στείλω εγώ να σας θερμαίνει
αφού προτού απ' τ' αβρό σας χέρι σβήσω
μ’ όλη μου τη λατρεία θα το φιλήσω.


Πόσο εγώ είμαι δυστυχής! Α! Πόσο είμαι θλιμμένος!
Πώς έτσι εγώ επιάστηκα σ’ αυτήνε την παγίδα!
Αφού καθώς την ήθελα, έτσι, εχτές, την είδα,
γελοίος γιατί ένιωσα και πιο δυστυχισμένος;

Να μου γελάει την ήθελα. Μου γέλασε ορισμένως.
Μα ω! Θεέ του Έρωτα! Γιατί-όσην ελπίδα
το γέλιο αυτό της μου 'δωσε, μια ήρθε καταιγίδα
και την εσάρωσε; Γιατί για μένα αυτό το μένος;

Και ναι! το γέλιο της αυτό, το σαν Λαμπρή ωραίο
εβύθισε στο στήθος μου μαχαίρι ένα νέο:
ποιος το θεσπέσιο γέλιο της κάθε ημέρα το 'χει;
τα χείλη αυτά-φονιά Θεέ! –ποιος…ποιος της τα φιλάει;
κι ενώ σε μένα ένα μικρό χαρίζει πρωτοβρόχι
ποιον...ποιον...ποιον...ποιον το γέλιο της-αχ! ποιόνε πλημμυράει;..









Πόσο θα ήμουνα κενός και φαύλος
αν μόνο του κορμιού σας εμετρούσα
τα όμορφα και τ' άγια και τα πλούσ'α,
όπως μαζί σας κάνει κάθε άλλος...

Και καιροσκόπος θα 'μουνα μεγάλος
κι ανυπερθέτως θα σας αδικούσα
αν στη φωνή σας μέσα δε γροικούσα
της Αρμονίας ν' αντηχεί το Κάλλος.

Κι αν δεν μπορείτε να με ακολουθείστε
σ' αυτόν, κυρία, τον συλλογισμό μου
ο φταίχτης-όχι-σεις γι αυτό δεν είστε'
είναι που μέσα στο φτωχό μυαλό μου
μέσα σας ό,τι εχώρεσε να κλείστε,
κυρία, ξεπερνάει τον εαυτό μου.








Γλυκιά γυναίκα
χάρες γεμάτη
θεός ποιος σ’ έκα-
ν’ έτσι ευωδάτη

και σου επελέκα
σάρκα δροσάτη
κι άριστα δέκα
που παίρνει μάτι;

Μ’ αφού δικιά μου
δε σ’ έχει κάνει-
όποιος κι αν είναι-
τότε γλυκιά μου
Χάρου δρεπάνι
για μένα γίνε.








Που σ’ αγαπώ τη γειτονιά αγαπάω.
Και όλο η αγάπη μου απλώνει
και πόλη, γη και σύμπαν μας αλώνει-
πιο σ’ αγαπώ-μ’ αγάπη πιο μεθάω.

Κι έτσι που εσύ δεν μ’ αγαπάς, ο μόνος
μέσα στη φύση νιώθω μισημένος
σαν πάνω μου να ξέσπασε το μένος
που από γέννα κουβαλεί ο Χρόνος.

Και τόσο ξένο νιώθω τον εαυτό μου
απ’ τα δικά σου τα όμορφα μεγάλα
που με το ίδιο αυτό το δάχτυλό μου
σαν μύγα ψόφια τον πετώ απ’ το γάλα.

Τέτοια αν τους βρίσκεται μοίρα γραμμένη
γι αυτό αυτοκτονούν οι ερωτευμένοι.








Χειμάρρου έχεις δει θολά νερά
πώς αγριεύουν και χυμούν και σπούνε
πάνω στα βράχια που άφευγα τα κλειούνε
κι από δεξά τους κι απ’ άριστερά;

Κι έχεις ιδεί την πόρτα να βροντά
παιδάκι, λέγοντας: "φεύγω απ’ το σπίτι"
και πώς στον πρώτο που θα δει αλήτη
ξαναγυρνάει στο σπίτι του κοντά;

Δε βγήκε ο χείμαρρος απ' τα όριά του,
και ούτε το παιδάκι απ' τα δικά του.
Σπίτι και βράχια όρια είναι δικά
όταν μ' αγάπης θέρμη είναι χτιστά.

Και συ μη απ' τα όριά σου λες πως βγήκες
μα όρια νέα σε με να λες πως βρήκες.










Σεμνότητα. Και Πνεύμα. Κι Ομορφιά.
Ποτέ δεν ήταν όλα συναγμένα
μες σ’ ένα πλάσμα. Έγιν’ αυτό με σένα
και μου κεντάει τον μέσα μου γραφιά.

Στα πλούτια της Σεμνότης σου βυθώ
και όλος με χρυσά γεμάτος βγαίνω.
Την Ομορφιά σου διόλου δε λιγαίνω
και τόσην ας τρυγώ σα σε κοιτώ.

Και Πνεύμα εγώ γυρεύοντας να νιώσω
μες στην ανοησία των Καιρών
αρκεί το χέρι μου σε σε ν’ απλώσω
για να πληστεί Αύλων Ανθηρών.

Σεμνότητα. Και Ομορφιά. Και Πνεύμα.
Κι όλα πλαντούν σ’ ένα σου μόνο βλέμμα.










Mη όσα γράφω εδώ σας κολακεύουν-
σας πρέπoυv άπειρα κυρία ακόμα
κι είθε ποτέ μην τού κλειστεί το στόμα
’σάς που τα λόγια του να πουν γυρεύουν.

Κυρία η πηγή όσων γράφω είστε.
Στα νάματά σας βρέχω εγώ την πέννα.
Λοιπόν αυτά για σας δεν είναι ξένα
γι αυτό και όλα ας τα καλωσορίστε.

Είν’ η ουσία σας. Ο εαυτός σας.
Είναι αυτά κυρία ο θησαυρός σας.
Είναι ό,τι σεις να δείτε δεν μπορείτε.
Σεις άλλων πλούτια ήθελε ιδείτε.

Μα όσο κι αν ψάξτε σ’ όποιον στέκει εμπρός σας
κάτι αντάξιό σας δε θα βρείτε.











Ως και το φως μ’ έκανες να μισήσω.
Θαρρούσα φως στο σπίτι σου σα βλέπω
δικιώνομαι το νου μ’ αυτό να τέρπω
σε ύπνο πριν τα μάτια μου να κλείσω.

Μα συ-πώς θε μου να τo ξεστομίσω-
το φως που μου ’δινες χαρίεις να δρέπω
και νότες με αυτό χαράς να μέλπω
το σώμα σου δε φώτα’ε τ’ αγγελίσ’ο.
To φως τ' ανάβεις να με κοροϊδεύεις
πως τάχα είσαι μέσα κι όχι έξω
με την ειδή σου κι άλλους να μαγεύεις.

Δεν το μπορώ το πράγμα αυτό να στέρξω-
στο λέω κι ας μην ίσως με πιστεύεις:
ούτε το φως πια δεν μπορώ ν’ αντέξω.


















Όχι-της λύπης δρόμο μη μου ανοίξεις.
Μη θρήνου μού γεννήσεις συ αιτία.
Μη στης απελπισιάς συ τη θητεία-
στο ζωντανό το θάνατο-με ρίξεις.

Τ' "όχι" σου το φρικτό μη μου πετάξεις-
δλητηριασμένο στην ψυχή μου βέλος'
καλλίτερα στην ύπαρξή μου τέλος
παρά όντας ζωντανή να τη ρημάξεις.

Καλό είναι το μαχαίρι όταν σκοτώνει
κι όχι αν αγιάτρευτες πληγές αφήνει'
καλή 'ναι η κατάρα σαν πετρώνει
κι όχι σε δυστυχιάς ειρκτή που κλείνει.

Κάλλιο του Άδη θόρυβο ν’ ακούω
πόρτα παρά ολόκλειστη να κρούω.










Κουβέρτες στο μπαλκόνι της κρέμασε ν’ αεριστούνε.
Στεκόμουν και τους έλεγα και τις παρακαλούσα
για του κορμιού της τις κρυφές τις χάρες να μου ειπούνε-
για όσα ντύνουν το κορμί, γυμνό σαν είναι, λούσα.

«Πράμα ζητάς αδύνατο φτωχέ μου ερωτεμένε.
Να πουν κεράκια του ηλιού το λαμπροφώς μπορούνε;
Τη δυστυχιά μπορούν να πούν τα μάτια όσο κι αν κλαίνε;
Το μεγαλείο του θεού ψαλμοί να δι’γηθούνε;

Τα μάγια και τα θάματα που στο κορμί της δένουν,
όσα πολλά κι αν στόμα ειπεί, τρανά κι αν χείλι ψάλει,
μικρά γινόνται τα τρανά και τα πολλά λιγαίνουν-
ανείπωτ’ ειν’ η ομορφιά στο σώμα αυτό που θάλλει.

Μονάχα αν κάτω από μας γλυκοβρεθείς μαζί της
τ’ άγια θα βρεις και τα ιερά που κλει’ τ’ αβρό κορμί της.»








Φτωχά τα όπλα που 'χει η ποίησή μου
την ομορφιά σου για να τραγουδήσουν.
Στη λάμψη σου τα λόγια τους θα σβήσουν
ως σβει η χαρά στον πόνο τον βαθύ μου.

Γέννα μιας εξωγήινης είσαι Τάξης-
και πώς να τήνε πει μπορεί κανένας…
Λόγια ομορφότερα από κάθε πέννας
θα δεις αν στον καθρέφτη σου κοιτάξεις.

Μπροστά τραβάς του κάθε Ωραίου πρώτη
και κάθε κάλλους ψυχικού Ηγερία'
Κι οι δυο σου οδηγοί, Αιδώς κι Αγνότη
μοναδική σε κάνουνε κυρία.

Ποια πέννα όσο γενναία κι αν πολεμήσει
μπορεί τα τέτοια σου όπλα να νικήσει;









Φεγγάρι
μια μπλούζα της δώσε μου μόνο
να βάλω μέσα τις γροθιές μου
να τις δαγκώνω ως να ματώσουν.











Γεμάτη θέλγητρα γλυκιά κυρία,
θαρρείτε ότι ψέματα μιλάω
λέγοντας βλέποντάς σας πως μεθάω;
Θαρρείτε πως δεν είστε η αιθερία

που θέλοντας, σε μία ομηρεία
δίπλα σας με κρατείτε όπου πάω;
Άλλος Νουμάς εγώ δε σας κρατάω
για οδηγό σε όποια μου πορεία;

Ποιήματα τέτοια γι άλλην θα ’χα γράψει;
Αν σεις δε μου οδηγούσατε το χέρι
το τέλος μου αυτό δε θα ’χε φέρει;

Και, λαμπερό του έρωτά μου αστέρι,
θ' αφήσετε τη φλόγα να με κάψει
που σεις μες' στην ψυχή μου έχετε ανάψει;












Μεριάστε το ιώδιο σας κυρία.
Εδώ κυρία δεν έχουμε εκδορές.
Ήπατος ρήξη εδώ η αβαρία.
Χειρουργικές χρειάζοντ' εδώ τομές.

Για την αρρώστια μου αν έχετ’ ένια
βάλτε στην άκρη τα ηρεμιστικά.
Εδώ κυρία έχουμε σχιζοφρένια-
βαριά εδώ απαιτούνται γιατρικά.

Φουρτούνα ωκεανού τη βάρκα χάνει.
Σταγόνα την ατμίζει η πυρκαγιά.
Και σκάλα όσο ψηλή, ανθούς δε φτάνει
να δρέψει από χαράδρας την πλαγιά.

Αν θέλετε κυρία να με βοηθείστε
σας μένει μοναχά να μ' αγαπήστε.












Θεό αόρατο οι πιστοί λατρεύουν.
Θάμα δεν έχουν δει μα το πιστεύουν.
Κι όλο κεριά στις εκκλησιές ανάβουν
και ψαλμουδιές και προσευχές δεν παύουν.

Κι εγώ που σ’ είδα δε θα σε λατρέψω;
Ύμνους στη θεία μορφή σου δε θα πλέξω;
Kι αν δε σ' αγγίζω τι με τούτο τάχα;
Λατρεύουμε ό,τι αγγίζουμε μονάχα;

Κοντά μου κι α' δε ρθείς, που σ’’ είδα φτάνει
Θεό μου η πεθυμιά μου να σε κάνει.
Κι αν το θελήσεις κι όλη αγέρας γίνεις
θα σ’ ανασαίνω ζωή για να μου δίνεις'
κι αν έρθεις μες στο στήθος μου μαχαίρι-
γιατί άργησες μονάκριβό μου ταίρι;














Τα ποιήματά μου όλα κολυμπάνε
μες σε μια θάλασσα γεμάτη ευχαριστίες
για όσες κάνετε κυρία θυσίες
χαμένα όσα σας γράφω να μην πάνε.

Μα οι προσπάθειές σας πιότερο μετράνε
ώστε όσες ’κείνα κλείνουνε αξίες
που είναι και για σας, κυρία, οικείες,
κοντά τους δυο μας πάντα να κρατάνε.

Ευχαριστώ για όλα αυτά κυρία.
Ευχαριστώ κυρία που σας αρέσω.
Ευχαριστώ σας που την ατολμία
που 'χω στα ερωτικά, κάνετε μέσο

που με βοηθάει με γοργή πορεία
μες στη γλυκιά σας αγκαλιά να πέσω.








Κοντά μου αφού δεν είσαι σα διαβάζεις
τα που για σένα έγραψα βιβλία,
παίρνω ένα και, από δω εγώ, κυρία,
σελίδα σε θωρώ νοητά ν’ αλλάζεις.

Και φορτικά να φανταστώ πασκίζω
πώς κάθε μια θωρείς γλυκιά λεξούλα,
με τι γελάς, ποια σ’ άγγιξε φρασούλα,
πού δάκρυσες…κι όλο έτσι συνεχίζω

μέχρι όλο το βιβλίο να τελειώσω.
Και πια μετά το ξαναπιάνω πάλι
κι ασίγαστα ποθώντας να σε νοιώσω
στην ίδια πάλι ξαναπέφτω ζάλη.

Τάχα μπορείς, διαβάζοντας, γλυκιά μου,
να δεις πόσο πικραίνεις την καρδιά μου;











Όντας γιατρός έχω αρρώστιες τόσες
γιατρέψει, που ως προχτές μόνο θαρρούσα
ότι κι εγώ ατός μου αν αρρωστούσα
θα γιατρευόμουν τόσες που ’χω γνώσες.

Μα τούτη η αρρωστιά που ’χω αρρωστήσει
δε λέει να μου περάσει ό, τι κι αν κάνω;
και φάρμακο στο φάρμακο επάνω
άχρηστα γιατρικά έχω γεμίσει.

Σκέψης νυχτιές και λογικής κραιπάλη
λες θέλουνε κι αυτές να με παιδέψουν-
δε στέργουν την αγάπη τη μεγάλη
για σένα που με καίει να μου μερέψουν.

Xωρίς αξία όλ’ αυτά μού μένουν
και τις πληγές που μου άνοιξες βαθαίνουν.











Να σε παινέσω; Η παινεσιά γυρίζει
και μες στου νου τις αυλακιές βυθιέται
ντροπή γεμάτη γιατί την ορίζει
αφέντης που απ’ τα κάλλη σου γελιέται

και στέλνει λέξεις να τα επαινούνε.
Κι αλήθεια ομορφιά ως τη δική σου
λέξεις ανθρώπινες πώς να την πούνε-
πώς, άγγελε επουράνιου παραδείσου;

Κάκια τα μάτια σου δε θα μου πιάσουν
καθένα αν με τον ήλιο τα συγκρίνω;
Και η αγνότη σου αν την παρομοιάσουν
με τήν αγνότη, οι λέξεις μου, του κρίνου:

Παίνεμα θα 'ταν για τα ωραία στην Πλάση
κάποιος με σένα αυτά να παρομοιάσει.











Λέω πως ίσως πρέπει να προσέχω
μήπως, για την αγάπη λέγοντάς σου
που ένιωσα σα μ’ είδε η ματιά σου,
γελοιότητας βροχή πάνω μου βρέχω-

μην ευτελίζω την καλή μου φήμη
τον πόνο λέγοντάς σου που με κόβει.
Μην η γραφή αυτή μου περικόβει
την παινεσιά που δίκια με αμείβει.

Μα τάχα ο νηστικός ντροπή θα λάβει
αν -ο φτωχός- ζητάει αποφαίδια,
ή SOS αν στέλλει αδιάκοπα καράβι
που απ’ του νερού χαλιέται τα παιχνίδια;

Ίσως. Μα προσευχές στο θεό σαν πέμπεις
ποτέ μες στο γελοίο δεν θα έμπεις.





















Πόσο ζηλεύω αυτό το κύπελλό μου
στου τραπεζιού μου που βυθάει τη σκόνη!
Μια ηρεμία μέσα του απλώνει
που έχω καιρό να δω στον εαυτό μου.

Δεν ταξιδεύει όπως το μυαλό μου
στο χαμογέλιο σου που όλα πληγώνει.
Κι η σκέψη των ματιών σου δεν το λιώνει,
κι ουτ’ η ιδέα του στρογγυλού σου ώμου.

Πηλός κι εγώ πηλός κι η αφεντιά του.
Μα τόσο ο πόνος μου για σε μετράει
που μπαίγνιο μ’ έχει κάνει του θανάτου.

Αυτός για σένα ο πόνος θα με φάει.
Κι αυτό το κύπελλο, ως τραβάω κάτου,
πάλι αδιάφορα θα με κοιτάει.